- σπέραδος
- σπέρᾰδος, εος, τό,= σπέρμα, Nic.Th.649, Al.330; [dialect] Ep. dat. pl. σπεράδεσσι ib.134.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπέραδος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέραδος — τὸ, Α το σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπερ τού σπείρω* πιθ. κατά το χέραδος] … Dictionary of Greek
σπεράδεσσιν — σπέραδος neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)